- συγκληρονομώ
- (ε) μετ.1) получать общее наследство (с кем-л.); 2) юр. сонаследовать (кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκληρονομώ — συγκληρονομῶ, έω, ΝΑ [συγκληρονόμος] κληρονομώ μαζί με άλλον ή με άλλους … Dictionary of Greek
συγκληρονόμῳ — συγκληρόνομος joint heir masc/fem/neut dat sg συγκληρονόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)